- ψαλιδοκέρι
- τό1) щипцы для снимания нагара со свеч; 2) ист. европейская одежда, фрак (название времён 1821 г.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψαλιδοκέρι — το, Ν 1. ειδικό ψαλίδι για την κοπή τού καμένου φιτιλιού τού κεριού 2. μτφ. α) (κατά τους χρόνους τής Ελληνικής Επανάστασης) (σκωπτ.) το ανδρικό ευρωπαϊκό σχιστό ένδυμα, το φράκο, και, γενικά, η ευρωπαϊκή ενδυμασία β) (κατ επέκτ.) αυτός που… … Dictionary of Greek
ψαλιδοκέρι — το 1. λαβίδα με την οποία καθαρίζουν την άφτρα του κεριού, κεροψάλιδο. 2. είδος σκιστού παλτού που φορούσαν παλιότερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)